Pages

Thursday, November 29, 2007

And the winner is...

...cheaplog. Για το πόσο καλά μυρίζεται τους νικητές. (N.B. οτιδήποτε πιασάρικο). Το Control (εκτός από όσα είχε ήδη μαζέψει) ανακηρύχτηκε ως η καλύτερη βρετανική ανεξάρτητη ταινία φέτος στα ΒIFA με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή να την ακολουθούν κατά πόδας. Ο Anton Corbijn που γνώρισε τους Joy Division και πρόλαβε να τους φωτογραφήσει πριν μείνουν δίχως frontman και γίνουν New Order, στέφθηκε καλύτερος σκηνοθέτης και καλύτερος debut director , ενώ ο νεαρός Sam Riley βραβεύτηκε ως ο πιο ελπιδοφόρος newcomer. Άλλο ένα βραβείο, αυτό για supporting actor πήγε στον Toby Kebbell.

Εμένα επιμένει να μου φαίνεται ότι όλη αυτή η φασαρία πρόκειται λίγο (όσο πατάει η γάτα) για καθαρή νοσταλγία αυτών που άκουγαν το συγκρότημα τότε ή το ανακάλυψαν κατόπιν εορτής, αλλά το αγάπησαν σφόδρα, καθώς και για acknowledgment της τόσο καλής black and white φωτογραφίας και της σωστής ατμόσφαιρας του περασμένου εκείνου καιρού. Διαφωνίες δεκτές.

Wednesday, November 21, 2007

Irina Palm: The Wanking Widow


Από τη στιγμή εκείνη που το stardom άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή, κανείς δε νομίζω ότι μπόρεσε ποτέ να διαχωρίσει ιδιαίτερα τον οιονδήποτε star από το χαρακτήρα που υποδύεται σε όποια ταινία κι αν είναι αυτό. Ούτε εύκολος είναι, ούτε, άλλωστε, επιθυμητός ο συγκεκριμένος διαχωρισμός --από αυτή την αγάπη για την αύρα του star τρέφονται μυριάδες fans που ουρλιάζουν για αυτόγραφα δίπλα στα κόκκινα χαλιά και όσοι πουλούν κουτσομπολιά διασήμων και στους πρώτους απευθύνεται μεγάλο ποσοστό της χολυγουντιανής παραγωγής.

Εδώ δε μιλάμε όμως για Hollywood, σίγουρα για περσόνα που έχει αντίστοιχο αντίκτυπο. Όχι star, αλλά rock star (τηρουμένων των αναλογιών). Η Marianne Faithfull φλέρταρε ήδη με τον κινηματογράφο μέχρι τώρα, μόνο που λίγοι το ήξεραν. Παίρνοντας την απόφαση να (εχμ) δοθεί στο project του Garbarski και να παίξει έναν τόσο ιδιαίτερο πρωταγωνιστικό ρόλο, σίγουρα ήξερε ότι δε θα περάσει απαρατήρητη. Καθόλου γκλάμουρ, καθόλου make-up, ο χρόνος αγγίζει και τα είδωλα και τα αλλάζει σε τρομαχτικό βαθμό. Η ατρόμητη Marianne Faithfull έβαλε μια υποψηφιότητα για καλύτερο γυναικείο ρόλο στα European Film Awards στο τσεπάκι της και το καλό είναι ότι πραγματικά αξίζει όχι μόνο την υποψηφιότητα, αλλά και το βραβείο.

Για αρκετή από τη διάρκεια της ταινίας, όπου βλέπουμε τη Maggie, χήρα και γιαγιά με άρρωστο εγγονό που χρήζει επείγουσας θεραπείας να προσπαθεί να βρει τρόπο να συνεισφέρει στα έξοδα, δε βλέπουμε τη Maggie. Γιατί, μπαίνουμε στην αίθουσα με άλλο, πολύ συγκεκριμένο σκοπό: ανυπομονούμε να αντικρύσουμε τη Faithfull σε close up, προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι, ναι, αυτή η chabby woman είναι η Faithfull, και γενικά ασυνείδητα το μόνο που κάνουμε είναι να αναμετριόμαστε με τις παλιές εικόνες της που έχουμε αποθηκευμένες στο μυαλό μας και με αυτές που περνούν από μπροστά μας, να κάνουμε σκέψεις για τα αμείλικτα γηρατειά και άλλα τέτοια.

Όμως, η άκρως νατουραλιστική όψη αυτής της γυναίκας, της Maggie που μετατρέπεται σε Irina Palm, το καλύτερο δεξί χέρι του Soho, του Λονδίνου ολόκληρου, καταφέρνει να σπάσει τις αντιστάσεις μας. Μέσα από τις εικόνες χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε ξεπηδάει η πραγματική υπόσταση μιας γυναίκας που έχει μεγάλη ανάγκη από μετρητά, αρκετά ανοιχτό μυαλό ώστε να ξεπεράσει τους μικροαστικούς ηθικούς κώδικες ή έστω αρκετά μεγάλη καρδιά για να θυσιάσει την πολύτιμη αξιοπρέπειά της τη σωτηρία του εγγονού της. Φτάνουμε στο σημείο που βλέπουμε μόνο αυτή τη γυναίκα, αισθανόμαστετην αγωνία και τα διλήμματά της, ενώ η Faithfull έχει ξεχαστεί και το εσωτερικό σούσουρο με τις πολλαπλές εικόνες της έχει καταλαγιάσει. Πράγμα που σημαίνει ότι καλά τα κατάφερε.

Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δε θα κάνει το κάπως παρατραβηγμένο σενάριο πιο ρεαλιστικό, ούτε τις ερμηνείες του μπαμπά και της μαμάς του άρρωστου Ollie καλύτερες. Ούτε θα μπορέσει να δικαιολογήσει την εντελώς άτοπη τελευταία σκηνή (ναι, ναι, αγάπες και λουλούδια, παρακαλώ) που είναι σα να κλωτσάει με μανία και την με τόσο κόπο αποκτηθείσα αληθοφάνεια. Ας μην τα θέλουμε όμως όλα δικά μας. Φτάνει που μια ευρωπαϊκή συμπαραγωγή τα πάει τόσο καλά με την ειρωνεία και το σπέρμα όσο το Happiness του Solondz. Όσο για το βραβείου γυναικείου ρόλου, θα μάθουμε αν τελικά το πήρε μόλις μπει ο Δεκέμβριος.

Wednesday, November 14, 2007

Lust, Caution ή πως ανεξέλεγκτα αισθήματα που ελλοχεύουν τελικά σε σκοτώνουν

Πολλοί, μου φαίνεται, αδικούν τη νέα ταινία του Ang Lee, άλλοι πάλι τη χρίζουν αριστούργημα για τους λάθος λόγους. Ως σεναριακή πλοκή και (κυρίως) δομή το Lust, Caution δεν είναι ομολογουμένως και η πιο καλοφτιαγμένη ταινία που έχουμε δει, αφού ενδέχεται να κουράσει το θεατή της. Ένα ισχνό και απολιτίκ (όπως επιμένει ο cheaplog) short story της Eileen Chang δίνει σεναριακή τροφή σε μια ταινία διάρκειας δυόμισι ωρών. Ο ρυθμός αναμενόμενα είναι αργός και βασανιστικός με τη Σαγκάη και τα ήθη της να κυριαρχούν, γοητευτικά φωτογραφημένα από τον –άλλωστε, βραβευμένο ακριβώς γι' αυτό— Rodrigo Prieto. Πλουσιοπάροχα εσωτερικά σπιτιών και όμορφα ενδυματοαξεσουάρ εποχής κυριαρχούν σε κάποια από τα πλάνα, η πολύβουη πόλη σε άλλα, μέχρι τα γεγονότα που περιμένει ο θεατής να καταφθάσουν με μεγάλη λεπτομέρεια, ίσως λίγο αργότερα απ’ ότι αναμένονται. Οι σχοινοτενείς μάχες στο τραπέζι του mah jong είναι το βασικό clue του πρώτου μισού της ταινίας, κατ’ αναλογία της μάχης που δίνει η Wang -Wei Tang να μπει αποτελεσματικά στο πετσί του ρόλου της.

Το δεύτερο μισό, όταν πλέον μια σχέση μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζεύγους έχει εδραιωθεί, είναι μεστό σε συναίσθημα. Όχι τόσο λαγνεία, ούτε τόσο πόθο, όσο ο τίτλος καταμαρτυρά. Αυτό το ακατάληπτο ξόρκι που φέρνει τη Wang κοντά στο Mr Yee δεν έχει, παραδόξως, καθαρά σαρκικό χαρακτήρα. Μεγαλειώδεις στιγμές κεντημένες σε βάθος με λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις χτίζουν τη σχέση μεταξύ του σκληροπυρηνικού πολιτικού στελέχους της ιαπωνικής κυβέρνησης και της αθώας και πατριώτισσας φοιτήτριας. (Το πατριωτικό κίνητρο είναι αισθητά ασθενές επί τούτου, πιότερο φαίνεται να λαχταράει τη ζωή και την αδρεναλίνη της η νεαρή, παρά οτιδήποτε άλλο, δε θα επεκταθώ όμως σ’ αυτό). Η προοικονομία της ξαφνικής νεροποντής που βάζει τους μελλοντικούς εραστές να μοιράζονται την ίδια ομπρέλα, η συζήτηση πάνω στο παιχνίδι για το ράφτη, που έχει ως αποτέλεσμα να γίνει δήθεν αθέλητα η ανταλλαγή τηλεφώνου και ο συνδυασμός σιωπών και βλεμμάτων με νόημα που τελειώνει αιφνίδια με τη μετακόμιση του παντοδύναμου Mr Yee, αποτυπώνονται στη μνήμη και κερδίζουν άνετα βραβείο καλύτερα σκηνοθετημένων σκηνών.

Όταν, λίγα χρόνια μετά, η φιμωμένη έλξη του ζεύγους παίρνει το δρόμο της, η ταινία αποκτά το suspense των ταινιών κατασκοπείας και ταινιών με παράνομα πάθη ταυτόχρονα. Τι είναι το διαβρωτικό κάτι του οποίου γινόμαστε μάρτυρες; Κάποιου είδους σεξουαλική εξάρτηση εκ πρώτης όψεως, αλλά not quite. Μια βαθύτερη ανάγκη αναπτύσσεται ανάμεσά τους, μια ασταθής ισορροπία δύναμης και εξουσίας. Ένας στυγνός στην εξάσκηση της πολιτικής και χωρίς συναισθηματική ή σωματική διέξοδο κο(υ)ρε(ή α)σμένος σύζυγος σκοντάφτει επάνω στη γοητεία της αιθέριας Wang. Επόμενο είναι να αποζητήσει το σώμα της, όμως ζητάει κάτι παραπάνω από αυτό. Η πιο επιφυλακτική και ερμητικά σφραγισμένη προσωπικότητα πέφτει θύμα της αθωότητάς της, αλλά και του αδιεξόδου του. Τον βρίσκει, σαφώς, σε δύσκολη περίοδο, λίγο πριν φτάσει στα όριά του, και η πολιτική έγνοια και ένταση που τον τρώει νυχθημερόν ζητάει να καταλαγιάσει. Όμως αυτό που τους δένει αποκτάει καίρια οντότητα. Η μικρή δεν είναι το παιχνιδάκι του κυρίου για να ξεδίνει. Είναι αυτή που ξύπνησε μέσα του ναρκωμένα αισθήματα, την για πολύ καιρό χαμένη ανθρώπινη πλευρά του. Αυτή που του προσφέρει απλόχερα πνευματική (και σωματική) αγαλλίαση.

Τι είναι, όμως, αυτός γι’ αυτήν; Το μίσος ή η απέχθεια προς τον εχθρό της, το κατασκοπικό της μένος φιμώνεται, όπως προείπα, απόλυτα συνειδητά από το Lee. Η ψυχρότητά της στις συναντήσεις με τους εκπροσώπους της αντίστασης είναι παροιμιώδης, το ξέσπασμά της για τον εχθρό που σωματικά του παραδίδεται, που την αλώνει πιο βαθιά, βαθύτερα από τη μήτρα της, είναι κάπως πιο κοντά στην αλήθεια. Ύπουλα συναισθήματα, που δεν ονομάζονται εύκολα, ορθώνονται, μοιάζουν πάντως με αγάπη, με αφοσίωση που οδηγούν στην αυτοθυσία ή αυτοκαταστροφή. (Η λέξη αυτοθυσία αρμόζει μόνο όταν δίνει κανείς τη ζωή του χάρισμα για ανώτερες αξίες όπως πατρίδες και τέτοια, δεν είναι τάχα η αγάπη μια από αυτές;) Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνονται στην καλύτερη σκηνή της ταινίας, τη σκηνή του κοσμηματοπωλείου, όταν γίνεται η παραλαβή του ανεκτίμητου δαχτυλιδιού. Το ύποπτο γράμμα με μόνο την κάρτα του Yee, αποτελεί τελικά τη μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης εκ μέρους του. Ακόμη και μετά απ’ αυτό, ακόμη της περνάει από το μυαλό να τον προδώσει. Όχι ότι φτάνει μέχρι τέλους, λακίζει, του λέει με την αναπνοή που έχει χάσει τον ήρεμο ρυθμό της "Φύγε τώρα" και γνωρίζει με βεβαιότητα ότι έχει υπογράψει τη θανατική της καταδίκη. Αυτός θα γλιτώσει από την κακοστημένη παγίδα, όχι όμως αυτή από την τιμωρία. Τη δέχεται αγόγγυστα, είναι σαφώς ένοχη στα μάτια όσων η σκέψη εξισώνεται με την πράξη. Η τιμωρία της είναι αμείλικτη, αλλά και οι δυο γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί. Είναι όμως και η δική του τιμωρία. Η μελλοντική του ζωή έχει στοιχειωθεί από το άδειο της κρεβάτι και πάνω από αυτό το κρεβάτι θα θρηνεί βουβά για πάντα.

Thursday, November 08, 2007

Ανάκατοι αφορισμοί για 14 νέες ταινίες

Αρκούντως περίεργο το φετινό, να βρεθούν σε μια διοργάνωση (London Film Festival) τρεις ταινίες που ο τίτλος της μιας είναι ο μισός τίτλος της επόμενης. Άκυρη παρατήρηση, είναι αλήθεια, αλλά I couldn't help it. Η οικογένεια που αντιμετωπίζει τη γεροντική άνοια και τον επερχόμενο θάνατο με το πιο ανθρώπινο, ήτοι χιουμοριστικό attitude είναι είναι σίγουρα οι The Savages με Philip Seymour Hoffman και Laura Linney. Το βιβλίο στηριγμένο-σε-πραγματικά-γεγονότα Savage Grace διάλεξε ο Tom Kalin για να κάνει ανάλογη αίσθηση με το Swoon του '92 και διάλεξε την καλύτερη πρωταγωνίστρια: η Julianne Moore, ως μια εκθαμβωτική και ολίγον σαλεμένη socialite μας κάνει να χάσουμε κι εμείς τα μυαλά μας. H άλλη χάρη αποχωρεί στο Grace is Gone για τον πόλεμο στο Ιράκ και δεν επιστρέφει και αφήνει πίσω ορφανά.

Τρελή εμμονή σε costume dramas παρατηρήθηκε στη γαλλική παραγωγή, μάλιστα, φευ, χωρίς τα φρου-φρου και τα αρώματα να αξίζουν τον κόπο. Ο Balzac δια στόματος Rivette με το Don't touch the Axe κουρασε --είχε συν τοις άλλοις και παναδιάφορη πρωταγωνίστρια, ο λατρευτός Ozon με το Angel γίνεται όντως θεράπων της λαμπερής επιφάνειας και της κενότητας (το 'χα πει εγώ...) και καλά που ήταν και η Breillat με το The Last Mistress να κρατήσει μια ισορροπία. Ο Hsiou-Hsiao έδειξε την κατινίστικη, ντεγκλαμουριζέ, που θα λεγε ο Nicloux, εικόνα της Juliette Binoche, το Παρίσι και το Κόκκινο Μπαλόνι του, ενώ ο Miller τουλάχιστον προσέφερε αγνό οφθαλμόλουτρο της Cecile de France στο Μυστικό του.

Ο Tom Cruise είναι πια κακός και του πάει στο Lions for Lambs και όλοι οι υπόλοιποι είτε καλοί και αδρανείς, είτε καλοί και ενεργοί πολίτες, όλοι μαζί όμως είναι μια καλή πατριωτική παρέα, μα το θεό. Περίεργο όλα τα πενιχρά plots να συγκλίνουν εκεί. Η Halle τελευταία πονάει μακρυμαλλούσα και ο Benicio del Toro υποφέρει από εξάρτηση στο Things we Lost in the Fire, όπου η Bier μετρίασε ευτυχώς τα άσκοπα gros plan σε λεπτομέρειες της πανίδας και της χλωρίδας, όπως συνήθιζε. Ο indie Swanberg, πιστό τέκνο του Mumblecore που οι δικοί του άρχισαν να αμφισβητούν μόλις το ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι, εκθείασε τη νατουραλιστικότητα της βαρετής Χάνας, ενώ ο Ang Lee έβγαλε βόλτα τη νέα του πρωταγωνίστρια που σκορπάει Προσοχή, Πόθο (λαγνεία, προτιμώ εγώ). Ο Haneke, πάλι, πουλήθηκε φτηνά για να κάνει τα Αστεία Παιχνίδια του κάπως πιο χοντροκομμένα για το τα-ζώα-μου-αργά αμερικάνικο κοινό. Το μόνο από world cinema που καταδέχτηκα φέτος ήταν το Caramel που δείχνει, εκτός των άλλων, πως χρησιμοποιείταο το μίγμα λιωμένης ζάχαρης για χαλάουα και ήταν η πρόταση του Λιβάνου για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.