Άνοιξα τη νέα σαιζόν με μια κλασική αξία: την Κάτια, που μετά και την επιτυχία της στο Βέρα στο Δεξί ξαναβρήκε σύσσωμο το πολυπληθές κοινό της.
Η Ρόμελ, Γερμανίδα παντρεμένη με Άγγλο θα αναγκαστεί να προσέλθει ως μάρτυρας στη δίκη του άντρα της, που κατηγορείται για τη δολοφονία μιας γηραιάς κυρίας με μεγάλη περιουσία. Ένας γνωστός δικηγόρος, παρακάμπτει την πρόσφατη απόσυρσή του από τις δικαστικές διαμάχες για λόγους υγείας και αποφασίζει να τον υπερασπιστεί, πεπεισμένος για την αθωότητά του. Η εξέλιξη είναι απρόβλεπτη, με ένα ακόμη πιο απρόβλεπτο twist στο τελευταίο πεντάλεπτο, αντάξιο μιας Άγκαθα.
Το ανέβασμα είχε κάτι παράξενο: ήταν διανθισμένο με υπερβολικές χιουμοριστικές στιγμές, πράγμα που ουδέποτε φανταζόμουν ότι θα έδενε με το κλίμα μυστηρίου ενός αστυνομικού έργου. Ίσως είχα άδικο, αν κρίνω από τη θετική αντίδραση του κοινού. Από την άλλη, το χιούμορ έκλεινε τις τρύπες της σκηνοθεσίας: οι σχοινοτενείς ανακριτικές και δικαστικές σκηνές δεν κατάφερναν να αποκτήσουν ενδιαφέρον ούτε με την ενοχλητική χρήση της ηχούς, ούτε με τους εκκωφαντικούς θορύβους που τις συνόδευαν. Γενικά ο ήχος δεν ήταν το φόρτε της παράστασης. Ο φωτισμός ήταν αλλού καλαίσθητος, αλλού άγγιζε τα όρια του κιτς, όπως στη σκηνή με τη δικαστική έδρα να στολίζεται με απερίγραπτα λαμπιόνια. Έξυπνη πάντως η λύση να χρησιμοποιούνται μέλη του κοινού που έχουν εκ των προτέρων δηλώσει ενδιαφέρον ως ένορκοι κατά τη διάρκεια της δίκης.
Παρόλο το μέτριο στήσιμο, η υποκριτική είχε εδώ την τιμητική της. Πρώτη η είσοδος της Μουτούση ως αυστηρή/ μπριόζα νοσοκόμα ανεβάζει το θεατή, έπεται ο Κατρανίδης να προσπαθεί με σκανταλιές να της τη σκάσει. Ο νεαρός συνάδελφος του Κατρανίδη ήταν κάπως άτονος, το ίδιο και ο Σπυρόπουλος, τουλάχιστον στην παράσταση που είδα. Συχνά, παράσταση με παράσταση έχει μεγάλη διαφορά ως προς το ενεργειακό πεδίο και τη διαδραστικότητα ηθοποιού-θεατή. Η αγωνία για την είσοδο της φαινομενικά femme fatale της παράστασης κορυφώνεται, μέχρι που η είσοδος της Δανδουλάκη δικαιώνει την αναμονή. Κομψά σύνολα υψηλής ραπτικής από τη Λουκία και τσάντες-φάκελοι συνδυάζονται με κατάξανθη κόμη, που δυστυχώς ήθελε κάποια τροποποίηση για να κολακεύει περισσότερο της γωνίες της πρωταγωνίστριας. Άψογα η φιγούρα και το παίξιμο αναδύουν την αύρα μυστηρίου που περικλείει τη γερμανίδα Ρόμελ, το ίδιο και οι γερμανικοί στίχοι. Κάπως αμήχανη η προσπάθεια αναδημιουργίας του image της Marlene μέσω της Κάτιας, αλλά δίχως τη σύγκριση, το αποτέλεσμα είναι καλό.
Γενικά μια προσεγμένη παράσταση στο κλασικό στυλ που μας συνηθίζουν οι Πλωρίτης-Δανδουλάκη. Μην περιμένετε βέβαια ότι θα δείτε πολλή Κάτια. Μάλλον ο Κατρανίδης έχει τις περισσότερες σκηνές....
2 comments:
Παράσταση μάλλον θέαμα παρά θέατρο. Θεατρο-γέννημα και υβρίδιο αν μπορεί να μιλήσει κανείς πιο ειδικά. Που το ταραντινικό σασπένς, που η ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ και τα «vibes» που επισημαίνει η παρουσίαση του αθηνοράματος και που η interactive διάθεση… Το να σηκώνεις πέντε θεατές και να τους τοποθετείς ως ενόρκους πιο κοντά στη σκηνή μάλλον ως ανοησία μπορεί να καταλογιστεί και όχι ως προσπάθεια διαδραστική κοινού και πλατείας. Και εν τέλει πόσο όλα αυτά αφορούν το θέατρο ή τον κινηματογράφο ή την ανάγκη να ικνοποιήσουμε ένα κοινό τηλεοπτικών –ή και κινηματογραφικών στη καλύτερη- ρυθμών και απαιτήσεων;
Αμφίβολης αισθητικής και σκηνοθετικής άποψης πάντως ήταν ολόκληρη η παράσταση του Καλογρίδη. Το άνευρο και αδιάφορο πρώτο μέρος έδωσε τη θέση του σε ένα εντυπωσιακά σκηνογραφημένο δεύτερο που δεν είχε τίποτα να επιδείξει πέρα από το καλοστημένο(;) σκηνικό του.
Όσο για τις ερμηνείες κινήθηκαν στο επίπεδο του μετρίου με πιο αξιόλογες εκείνες της Α. Μουτούση και της Κ. Δανδουλάκη. Η Α. Μουτούση στάθηκε χαρίεσσα αν και άμετρη στον σχηματικό της ρόλο ενώ στην περίπτωση της Δανδουλάκη μόνο στην κυρία του σινεμά έβλεπε κανείς το δαιμονικό φασουλή της σκηνής που δυστυχώς λογοδοτεί στη μανιέρα μιας επίπλαστης μοιραίας θηλυκότητας…
ah antoni mou, de boro na po pos de simfono:P alla...as prospathisoume na eimaste thetikoi:D
Post a Comment