Γοητευτικός νεαρός πρόσφυγας από τη Γεωργία καταφέρνει, κρυφακούγοντας από μια τρύπα της στέγης, όπου δουλεύει, να φτάσει σε μια μυστική τοποθεσία ως ο δέκατος τρίτος παίκτης ενός θανάσιμου παιχνιδιού.
Γοητευτική black and white πρώτη απόπειρα του Gela Babluani να στήσει ένα θρίλερ γύρω από τον πόθο για τα λεφτά, τον τζόγο και τη ζωή. Όταν κυνηγάς το πρώτο, μπορεί να χάσεις το τρίτο, σύμφωνα πάντα με το σκηνοθέτη. Όταν πάλι έχεις το πρώτο και κυνηγάς το δεύτερο, δικαιούσαι να το κάνεις με στυλ, τάζοντας δηλαδή το πρώτο σε όσους το λιγουρεύονται με αντίτιμο τη ζωή τους. Μα, κάπως έτσι δε λειτουργεί η κοινωνία, άλλωστε; Να, εδώ μια πιο εφιαλτική απόδοσή των πικρών αυτών συναλλαγών. Η ταινία χάνει λίγο στα σημεία που καταδεικνύει την κατόπιν εορτής τακτική της αστυνομίας. Ντετέκτιβ καρικατούρες και αστυνόμοι που δεν κάνουν ντα, μάλλον γιατί ο σκηνοθέτης είναι μικρός ακόμη και έχει πίστη στα όργανα τήρησης της τάξης. Ανίκανα μεν, σίγουρα όμως σεβάσμια.
Πλάνα οικογενειακής φτώχειας μας πείθουν για το αγαθό κίνητρο του πρωταγωνιστή, που είναι έτοιμος να αδράξει κάθε ευκαιρία. Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, λένε, όμως ο σκηνοθέτης δεν έχει ίχνος ανθρωπισμού για τον νεαρό Γεωργιανό που έπαιξε και κέρδισε και δεν τον αφήνει να τη βγάλει καθαρή. Κρίμα, γιατί κάτι τέτοιο θα χάριζε ένα χαμόγελο ελπίδας στους απανταχού πονεμένους πρόσφυγες(αν βλέπουν σινεμά). Τώρα, τι κι αν ο πρωταγωνιστής είναι ξένος και τα βάζει με Γάλλους; Ο σκηνοθέτης τον θυσιάζει στο βωμό της απληστίας και του εύκολου τέλους. Χαλάει ένα αρτιότατο σενάριο, πραγματικά χρειαζόταν κάτι πιο crispy.
Κατά τ’ άλλα, ο πρωταγωνιστής—που τυγχάνει να είναι και αδερφός του σκηνοθέτη—είναι τόσο καλός που είμαι σίγουρη πως αυτός, αν και πρώτος δεν είναι και τελευταίος του ρόλος. Όλοι οι υπόλοιποι, οι διοργανωτές του παιχνιδιού, οι καταδικασμένοι παίχτες, οι αδίστακτοι προύχοντες τζογαδόροι ακόμη και η μόνη άθλια γυναικεία παρουσία στο ανδροκρατούμενο σπίτι έχουν τη σωστή φάτσα. Επιπλέον, έχουν και όση σκληράδα χρειάζεται, άρα ο σκηνοθέτης ξέρει τι κάνει. Ο φωτογράφος το ίδιο. Ούτε ο μοντέρ πρέπει να μείνει άμοιρος επαίνων. Γενικά, είναι μια ταινία που ενδείκνυται για να μετράς τα σωστά και όχι τα λάθη της. Και αποδεικνύει περίτρανα ότι η noirish ατμόσφαιρα των γαλλικών ταινιών των fifties στο στυλ του Henri-Georges Clouzot και των υπολοίπων είναι πάντα επίκαιρη και βγαίνει πάντα κερδισμένη.
No comments:
Post a Comment