Τα βραβεία δεν είναι για μένα αρκετά καλό κριτήριο, ούτε το θέμα της ταινίας, πως δηλαδή αντιμετωπίζεται η απώλεια αγαπημένου προσώπου στον πόλεμο του Ιράκ φαίνεται εκ πρώτης όψεως τόσο πρωτότυπο. Όποιος σκέφτεται έτσι για το Grace is Gone, βγάζει βιαστικά συμπεράσματα και ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτεί –όπως αναγκάστηκα να κάνω κι εγώ μόλις είδα την ταινία.
Καταρχήν (και το βάζω πρώτο, έτσι, όχι λόγω αξιολογικής σειράς), η ταινία έχει απίστευτα φεμινιστική και φρέσκια ματιά, που θα μπορούσε μέχρι και να εκληφθεί λανθασμένα ως γυναικεία, για όποιον δε γνωρίζει ότι το σενάριο έγραψε ο ευαίσθητος James C. Strouse του Lonesome Jim, που τρία χρόνια μετά is back with a vengeance, όχι μόνο από τη θέση σεναριογράφου, αλλά και πρωτόβγαλτου σκηνοθέτη. Η νωχελική ζωή στην αμερικάνικη επαρχία και οι ακαμάτηδες τριαντάρηδες που μένουν με τους γονείς τους να ομορφαίνουν με την απλή και απέριττη παρουσία της Liv Tyler, δίνουν τώρα τη θέση τους στο John Cusack που η γυναίκα του πεθαίνει στον πόλεμο (υπολοχαγός Νατάσα φάση) και τον αφήνει πίσω με δυο κόρες να αναθρέψει. Απίθανα γαργαλιστική, έστω και η περιγραφή της μιας πρότασης, γιατί, ναι, καλά το σκεφτήκατε, προϋποθέτει την απαραίτητη σκηνή ανακοίνωσης της απώλειας, πλην όμως αντεστραμμένη: δυο αστυνομικοί ή στρατιωτικοί έρχονται πάντα να αναγγείλουν τη μεγάλη δυστυχία. Μια χαροκαμένη μάνα ανοίγει ξέγνοιαστη, μπαίνει στο νόημα μόλις αντικρίζει τους αγγέλους κακών μαντάτων, γραπώνεται από την πόρτα για να μην πέσει ακούγοντας το γεγονός από το στόμα τους και ψελλίζει συνήθως κάτι ακατανόητο. Εδώ, ω του θαύματος, ο Cusack είναι αυτός που ανοίγει την πόρτα, με ένα ύφος χαμένο, φορώντας γυαλιά μυωπίας που τον χαρακτηρίζουν –αυτό το σωματικό ελάττωμα , άλλωστε, τον εμπόδισε να ακολουθήσει τη γυναίκα του στον πόλεμο, δεν του επέτρεψε στην ουσία να γίνει και ο ίδιος στρατιωτικός. Φοράει μπουρνούζι και το μόνο πράγμα που βρίσκει να πει μετά την κακότυχη αναγγελία είναι indeed, ότι τον πέτυχαν να μπανιαρίζεται.
Ανθρώπινος, αδύναμος, υπερβολικά συντετριμμένος και με αισθητά ζηλευτή αγάπη για τη γυναίκα του, χαρακτήρας αρσενικού που δύσκολα ξετρυπώνει κανείς, όσο κι αν ψάξει στον παγκόσμιο, τολμώ να πω, κινηματογράφο ο Cusack δίνει μια άρτια ερμηνεία που μοιράζει σε ίσες δόσεις πόνου και αγάπης. Γιατί, την αγάπη για τη γυναίκα του δεν μπορεί βέβαια να την παραβλέψει, υπάρχει όμως και η αγάπη για τις δυο, τόσο φυσικές και αληθινές, ορφανές, που προέχει εξόφθαλμα. Εξόχως αυθόρμητη αντίδραση, που μόνο άντρας θα μπορούσε να έχει –και εδώ το αρσενικό στοιχείο έρχεται στα ίσα του—είναι αυτή που ακολουθεί: ο μπαμπάς προτείνει εορταστική έξοδο στα κορίτσια, χωρίς να τους ανακοινώσει το μαντάτο, αφήνοντάς το για μετά. Στο δρόμο προκύπτει ένα τρελό σχέδιο να πεταχτούν όλοι μαζί μέχρι κάποιο κοντινό, μόνο κανα δυο μέρες δρόμο, fun park. Πράγματι, τα δυο ανήλικα θα απολαύσουν χωρίς τύψεις την απρόσμενη τρέλα του πατέρα τους, θα τρυπήσουν τα αυτιά τους, θα πάνε για ψώνια στο mall, θα φάνε έξω και θα ανέβουν στις πιο ψηλές κούνιες του πάρκου για να γεμίσουν, προφανώς, τις μπαταρίες τους με απόθεμα χαράς και έξαψης, ώστε να είναι σε θέση να ακούσουν το θλιβερό νέο. Μέχρι που το ακούνε. Και αντέχουν. Η ωριμότητα που επιδεικνύουν κάνει εμάς σχεδόν να μπήξουμε τα κλάματα. Και η ζωή συνεχίζεται. Με αυξημένες απαιτήσεις για αντισυμβατικά σενάρια, αφού αυτά έχουν τελικά την περισσότερη πλάκα.
1 comment:
Αλήθεια κριτική για την Υπολοχαγό Νατάσα πότε θα γράψεις?
Post a Comment