Από τη στιγμή εκείνη που το stardom άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή, κανείς δε νομίζω ότι μπόρεσε ποτέ να διαχωρίσει ιδιαίτερα τον οιονδήποτε star από το χαρακτήρα που υποδύεται σε όποια ταινία κι αν είναι αυτό. Ούτε εύκολος είναι, ούτε, άλλωστε, επιθυμητός ο συγκεκριμένος διαχωρισμός --από αυτή την αγάπη για την αύρα του star τρέφονται μυριάδες fans που ουρλιάζουν για αυτόγραφα δίπλα στα κόκκινα χαλιά και όσοι πουλούν κουτσομπολιά διασήμων και στους πρώτους απευθύνεται μεγάλο ποσοστό της χολυγουντιανής παραγωγής.
Εδώ δε μιλάμε όμως για Hollywood, σίγουρα για περσόνα που έχει αντίστοιχο αντίκτυπο. Όχι star, αλλά rock star (τηρουμένων των αναλογιών). Η Marianne Faithfull φλέρταρε ήδη με τον κινηματογράφο μέχρι τώρα, μόνο που λίγοι το ήξεραν. Παίρνοντας την απόφαση να (εχμ) δοθεί στο project του Garbarski και να παίξει έναν τόσο ιδιαίτερο πρωταγωνιστικό ρόλο, σίγουρα ήξερε ότι δε θα περάσει απαρατήρητη. Καθόλου γκλάμουρ, καθόλου make-up, ο χρόνος αγγίζει και τα είδωλα και τα αλλάζει σε τρομαχτικό βαθμό. Η ατρόμητη Marianne Faithfull έβαλε μια υποψηφιότητα για καλύτερο γυναικείο ρόλο στα European Film Awards στο τσεπάκι της και το καλό είναι ότι πραγματικά αξίζει όχι μόνο την υποψηφιότητα, αλλά και το βραβείο.
Για αρκετή από τη διάρκεια της ταινίας, όπου βλέπουμε τη Maggie, χήρα και γιαγιά με άρρωστο εγγονό που χρήζει επείγουσας θεραπείας να προσπαθεί να βρει τρόπο να συνεισφέρει στα έξοδα, δε βλέπουμε τη Maggie. Γιατί, μπαίνουμε στην αίθουσα με άλλο, πολύ συγκεκριμένο σκοπό: ανυπομονούμε να αντικρύσουμε τη Faithfull σε close up, προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι, ναι, αυτή η chabby woman είναι η Faithfull, και γενικά ασυνείδητα το μόνο που κάνουμε είναι να αναμετριόμαστε με τις παλιές εικόνες της που έχουμε αποθηκευμένες στο μυαλό μας και με αυτές που περνούν από μπροστά μας, να κάνουμε σκέψεις για τα αμείλικτα γηρατειά και άλλα τέτοια.
Όμως, η άκρως νατουραλιστική όψη αυτής της γυναίκας, της Maggie που μετατρέπεται σε Irina Palm, το καλύτερο δεξί χέρι του Soho, του Λονδίνου ολόκληρου, καταφέρνει να σπάσει τις αντιστάσεις μας. Μέσα από τις εικόνες χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε ξεπηδάει η πραγματική υπόσταση μιας γυναίκας που έχει μεγάλη ανάγκη από μετρητά, αρκετά ανοιχτό μυαλό ώστε να ξεπεράσει τους μικροαστικούς ηθικούς κώδικες ή έστω αρκετά μεγάλη καρδιά για να θυσιάσει την πολύτιμη αξιοπρέπειά της τη σωτηρία του εγγονού της. Φτάνουμε στο σημείο που βλέπουμε μόνο αυτή τη γυναίκα, αισθανόμαστετην αγωνία και τα διλήμματά της, ενώ η Faithfull έχει ξεχαστεί και το εσωτερικό σούσουρο με τις πολλαπλές εικόνες της έχει καταλαγιάσει. Πράγμα που σημαίνει ότι καλά τα κατάφερε.
Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δε θα κάνει το κάπως παρατραβηγμένο σενάριο πιο ρεαλιστικό, ούτε τις ερμηνείες του μπαμπά και της μαμάς του άρρωστου Ollie καλύτερες. Ούτε θα μπορέσει να δικαιολογήσει την εντελώς άτοπη τελευταία σκηνή (ναι, ναι, αγάπες και λουλούδια, παρακαλώ) που είναι σα να κλωτσάει με μανία και την με τόσο κόπο αποκτηθείσα αληθοφάνεια. Ας μην τα θέλουμε όμως όλα δικά μας. Φτάνει που μια ευρωπαϊκή συμπαραγωγή τα πάει τόσο καλά με την ειρωνεία και το σπέρμα όσο το Happiness του Solondz. Όσο για το βραβείου γυναικείου ρόλου, θα μάθουμε αν τελικά το πήρε μόλις μπει ο Δεκέμβριος.
No comments:
Post a Comment