Ερεθιστικό να ανακαλύπτει κανείς ταινίες από μίγμα περιέργειας και διαίσθησης. Και μάλιστα γυναικείας.
Δε μπορώ, όσο και να προσπαθώ, να κρατήσω το επιθυμητό απρόσωπο και επαγγελματικό ύφάκι, άλλωστε τι σχέση έχω εγώ με τον επαγγελματισμό, είμαι ολότελα χαμένη στον ιδιότροπο κόσμο μου. Δεν αντέχω να μην υιοθετήσω τον εκμυστηρευτικό τόνο μιας προσωπικής εξομολόγησης. Αρχίζω: η supervisor μου είναι πολλά χιλιόμετρα μακριά, ώρες αεροπορικού ταξιδιού μας χωρίζουν—και κανονικά θα πρεπε να χαίρομαι γι’ αυτό. Όμως, έχω να λάβω νέα της δυο εβδομάδες και είμαι χαμένη, νιώθω τον ομφάλιο λώρο να κόβεται και αποζητώ τη σιγουριά του να ανήκεις σε ξένο σώμα, να μην έχεις αποκολληθεί ακόμη.
Ψάχνοντας εικόνες προς ενοικίαση η Betty Blue (1986) ή αλλιώς 37°2 le matin, δηλαδή 37.2°C το πρωί βρέθηκε μπροστά μου. Μια αφίσα σε μπλε τόνους, ένα γυναικείο πρόσωπο θλιμμένο, αλλά επίμονο μου ήρθε στο μυαλό. Στόλιζε τον αριστερό τοίχο του γραφείου της Ginette και μου θύμισε όλη την πίεση μιας δυστυχισμένης Άνοιξης, τον τρόμο και την αβεβαιότητα που ένιωθα κάθε φορά μέσα σ’ αυτό το γραφείο. Η ταινία ίσως ήταν η ευκαιρία να αποκρυπτογραφήσω το μήνυμα που ενδεχομένως κρύβει η αφίσα του γραφείου της.
Αποδείχτηκε μοναδικός γρίφος. Πολύχρωμη ατμόσφαιρα eighties, ποιος ξέρει άραγε τι θα θυμίζει σ’ αυτήν. Υπερισχύει η ελπίδα στο μυαλό της; Εγώ μπλέχτηκα στο δαίδαλο των συνεχών αποτυχιών, στα δυστυχή απρόοπτα της ζωής και την μοναξιά των πρωταγωνιστών. Αυτή που νιώθουν όλοι αν όχι στην καρδιά, σίγουρα κάτω από το καύκαλο του εύθρυπτου κρανίου τους. Οι σκέψεις μου με κάνουν πιο μόνη, πάντα λίγο πιο μόνη, ποτέ δε μπόρεσαν να με φέρουν κοντά σε κανέναν. Το αντίθετο μονάχα. Οι εμμονές είναι επικίνδυνες για τη Betty Blue και για μένα επίσης. Έχω σταματήσει εδώ και καιρό να ταυτίζομαι με τους φωτεινούς πρωταγωνιστές της οθόνης, αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Και η ξαφνική συνειδητοποίηση, ότι πρέπει κάποιος να μ’ αγαπήσει γι’ αυτό που είμαι χωρίς να με καταλάβει, με καταρράκωσε. Είναι κακό να είσαι κυκλοθυμικός; Τίποτα δεν είναι κακό για τους άλλους. Κακό είναι μονάχα αυτό που δεν υποφέρεις.
Η Betty Blue της νεαρότατης Beatrice Dalle μου προξένησε πολύ πόνο. Η εισαγωγική σκηνή, πάντως, ελάχιστο αποκάλυπτε από όλο αυτό τον πόνο. Η πιο ερωτική ερωτική σκηνή που είδα ποτέ, μου φάνηκε βέβαια εκ των υστέρων, επαρκής προάγγελος του λυπημένου τέλους. Άραγε δε μοιάζουν οι σπασμοί και οι κραυγές της ηδονής με το θάνατο; Ένα έμβολο που σε τρυπάει δε μπορεί παρά να θέλει να σε σκοτώσει, όχι; Γίνεται ν’ αγαπάς αυτόν που σε σκοτώνει;
Δε μπορώ, όσο και να προσπαθώ, να κρατήσω το επιθυμητό απρόσωπο και επαγγελματικό ύφάκι, άλλωστε τι σχέση έχω εγώ με τον επαγγελματισμό, είμαι ολότελα χαμένη στον ιδιότροπο κόσμο μου. Δεν αντέχω να μην υιοθετήσω τον εκμυστηρευτικό τόνο μιας προσωπικής εξομολόγησης. Αρχίζω: η supervisor μου είναι πολλά χιλιόμετρα μακριά, ώρες αεροπορικού ταξιδιού μας χωρίζουν—και κανονικά θα πρεπε να χαίρομαι γι’ αυτό. Όμως, έχω να λάβω νέα της δυο εβδομάδες και είμαι χαμένη, νιώθω τον ομφάλιο λώρο να κόβεται και αποζητώ τη σιγουριά του να ανήκεις σε ξένο σώμα, να μην έχεις αποκολληθεί ακόμη.
Ψάχνοντας εικόνες προς ενοικίαση η Betty Blue (1986) ή αλλιώς 37°2 le matin, δηλαδή 37.2°C το πρωί βρέθηκε μπροστά μου. Μια αφίσα σε μπλε τόνους, ένα γυναικείο πρόσωπο θλιμμένο, αλλά επίμονο μου ήρθε στο μυαλό. Στόλιζε τον αριστερό τοίχο του γραφείου της Ginette και μου θύμισε όλη την πίεση μιας δυστυχισμένης Άνοιξης, τον τρόμο και την αβεβαιότητα που ένιωθα κάθε φορά μέσα σ’ αυτό το γραφείο. Η ταινία ίσως ήταν η ευκαιρία να αποκρυπτογραφήσω το μήνυμα που ενδεχομένως κρύβει η αφίσα του γραφείου της.
Αποδείχτηκε μοναδικός γρίφος. Πολύχρωμη ατμόσφαιρα eighties, ποιος ξέρει άραγε τι θα θυμίζει σ’ αυτήν. Υπερισχύει η ελπίδα στο μυαλό της; Εγώ μπλέχτηκα στο δαίδαλο των συνεχών αποτυχιών, στα δυστυχή απρόοπτα της ζωής και την μοναξιά των πρωταγωνιστών. Αυτή που νιώθουν όλοι αν όχι στην καρδιά, σίγουρα κάτω από το καύκαλο του εύθρυπτου κρανίου τους. Οι σκέψεις μου με κάνουν πιο μόνη, πάντα λίγο πιο μόνη, ποτέ δε μπόρεσαν να με φέρουν κοντά σε κανέναν. Το αντίθετο μονάχα. Οι εμμονές είναι επικίνδυνες για τη Betty Blue και για μένα επίσης. Έχω σταματήσει εδώ και καιρό να ταυτίζομαι με τους φωτεινούς πρωταγωνιστές της οθόνης, αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Και η ξαφνική συνειδητοποίηση, ότι πρέπει κάποιος να μ’ αγαπήσει γι’ αυτό που είμαι χωρίς να με καταλάβει, με καταρράκωσε. Είναι κακό να είσαι κυκλοθυμικός; Τίποτα δεν είναι κακό για τους άλλους. Κακό είναι μονάχα αυτό που δεν υποφέρεις.
Η Betty Blue της νεαρότατης Beatrice Dalle μου προξένησε πολύ πόνο. Η εισαγωγική σκηνή, πάντως, ελάχιστο αποκάλυπτε από όλο αυτό τον πόνο. Η πιο ερωτική ερωτική σκηνή που είδα ποτέ, μου φάνηκε βέβαια εκ των υστέρων, επαρκής προάγγελος του λυπημένου τέλους. Άραγε δε μοιάζουν οι σπασμοί και οι κραυγές της ηδονής με το θάνατο; Ένα έμβολο που σε τρυπάει δε μπορεί παρά να θέλει να σε σκοτώσει, όχι; Γίνεται ν’ αγαπάς αυτόν που σε σκοτώνει;
No comments:
Post a Comment