Monday, March 12, 2007

Ο Δράκουλας των Εξαρχείων (1983)

Συχνά στην ιστορία του Κινηματογράφου συμβαίνει ένας ερευνητής να είναι τόσο τυχερός, ώστε να βρει μια χαμένη κόπια και να αντιμετωπιστεί με δέος από τους τριγύρω (ξέρετε δα την εμμονή που έχουν οι ερευνητές με original versions και παραγνωρισμένες ταινίες). Αφού ξεθάψουν τις χαμένες κόπιες, τις εντάσσουν περήφανα στο world canon, διαδικασία που δίνει μέχρι και εύσημα Κολόμβου που μόλις ανακάλυψε την Αμερική. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της χαμένης αυθεντικής εκδοχής του Shadows του Cassavetes που ο τυχεράκιας Ray Carney κατάφερε να εντοπίσει ύστερα από δεκαεφτάχρονο κυνήγι χαμένου θησαυρού.

Δε θα μου ‘πεφτε άσχημα λοιπόν να βρω κι εγώ κάτι σε κανένα μουχλιασμένο αρχείο όπου κόπιες σέλυλοιντ λιώνουν και βρωμάνε, να το πλασάρω ως αριστούργημα σε βαθμό τέτοιο που θα εκτοπίσει από τη δεκάδα των καλύτερων ταινιών τον Πολίτη Κέην. Λόγω της εγγενούς δυσκολίας όμως τέτοιου εγχειρήματος λέω να ασχοληθώ προς το παρόν με κάτι εξίσου ξεχασμένο και παραγνωρισμένο(sic). Τη σκανδαλώδη σάτιρα του Ζερβού που μπορεί να είναι εντελώς δευτεροκλασάτη εικαστικά και από άποψη παραγωγής, φτάνει όμως σε δυσθεώρητα ύψη πολιτικής συνειδητοποίησης και κοινωνικού οραματισμού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά γνωρίζει στο ελληνικό κοινό μια μορφή που θα το απασχολήσει τα χρόνια που έρθουν, το Τζίμη Πανούση(χειροκρότημα).

Κυρίες και Κύριοι, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω το Δράκουλα των Εξαρχείων.

(παραληρηματικό χειροκρότημα, ενθουσιώδεις κραυγές)

ο οποίος αρχίζει κάπως έτσι: ο περιβόητος Δράκουλας, Κωνσταντίνος Τζούμας, επισκέπτεται το νεκροταφείο για να προμηθευτεί μερικά ανθρώπινα μέλη, τα οποία έχει πάση θυσία ανάγκη, για να συνεχίσει το πείραμά του. Τα ζόμπι όμως επαναστατούν, γιατί αποδεκατίζονται βάναυσα και δεν μπορούν να βρουν ησυχία στους βρώμικους τάφους τους. Επικεφαλής και κόντρα στα σατανικά σχέδια του Δράκουλα είναι ένα μαχητικό ζόμπι, συγκεκριμένα ο χαμένος Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας (που υποδύεται ένας νεότατος Αντώνης Καφετζόπουλος) και δηλώνει με πάθος: «εμένα μ’έθαψε ο Ελύτης, δε θα με ξεθάψει όποιος όποιος». Ο κωμικός τόνος είναι έκδηλος βέβαια ακόμη πιο πριν, όταν ο βοηθός του Δράκουλα κολατσίζει με ένα χέρι που περισσεύει από ένα τάφο.

Το σατανικό σχέδιο του Δράκουλα, τώρα, συνίσταται στα παρακάτω: να δημιουργήσει από κομμάτια διάσημων νεκρών ένα νέο, ικανό τραγουδιστή για να τον πασάρει στις δισκογραφικές και να βγάλει χρήμα με ουρά. Πως θα το καταφέρει αυτό; Δεν του χρειάζονται παρά « 2 χέρια του Τζίμι Χέντριξ, 7 δάχτυλα του Μανόλη Χιώτη και το κορμί του Μάνου Χατζιδάκη» και υποβάλλοντας το σώμα που θα προκύψει από τον ανωτέρω συνδυασμό σε υπνοπαιδεία —δηλαδή βάζοντάς το να ακούει για 48 ώρες το Νέο Κύμα της σύγχρονης μουσικής— θα έχει τον υπερ-τραγουδιστή που αποζητά. Το σατανικό σχέδιο του Ζερβού, πάλι, συνίσταται φυσικά στο να σατιρίσει όσο τον παίρνει δισκογραφικές και παραγωγούς και τα τραγουδιστικά συνήθεια της εποχής, και όχι μόνο. Και να μας γνωρίσει τον Πανούση σε άγρια φάση να κάνει στριπτίζ και να φοράει στρινγκάκι, να φιλιέται με άντρες και να τραγουδάει «Ντίσκο τσουτσούνι» με συνοδεία πανκ γκόμενες σε γυναικοκρατούμενη κοινωνία.(πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι...)

Άλλος ευγενής πόθος του Ζερβού, είναι βέβαια να γελοιοποιήσει πρόσωπα και πράγματα, καθόλου διακριτικά μάλιστα, αφού οι αναφορές του βγάζουν μάτι. Θα αφήσω κατά μέρος τα διάσπαρτα πολιτικά σχόλια, και θα έρθω στο αγγελοπουλικό μένος. Δεν γνωρίζω με σιγουριά, αλλά φαίνεται ίσως ότι προϋπήρχε του ίδιου του Αγγελόπουλου. Εκτός από διάφορες γραφικές αναφορές όπως τον Άσιμο να κάνει τον θαλασσοπνιγμένο και το χοντρό της παρέας να τον ρωτάει ντυμένος γοργόνα –Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος- το πράγμα ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο στην πορεία: ο Πανούσης λέει bedtime stories στην αγαπητικιά του σε μια ξερή ερημιά, μέσα στο κρύο αυτοκίνητο. Και...ποιος είναι ο πιο εγκεκριμένος τρόπος για να κοιμηθείς ήρεμα, αν όχι το να περιγράψεις ένα από τα ατέλειωτα μονοπλάνα του Αγγελόπουλου, για κάποιους αντάρτες στα χιόνια να περπατάνε αργά, αργά, αργά... Τελικά, βέβαια, καταλήγει: Δε ξέρω τι λένε πολλοί, εγώ πάντως τον γουστάρω τον Αγγελόπουλο[...] προφανώς γιατί βαρύ πλήγμα είναι να πεις τελικά το αντίθετο.

Στο πεντηκοστό λεπτό η ταινία γίνεται μια φάρσα. Ενοχλητικά άτεχνη παρουσιάζει το ζευγάρι να περιδιαβαίνει κάθε γωνιά της Αθήνας με το συνεργείο καταπόδας και το τσούρμο του κόσμου να χασκογελάει σαστισμένο και να συνωστίζεται γύρω τους. Αποφασίζει να γίνει μια μεταμοντέρνα ταινία, να acknowledge the fact ότι δεν είναι παρά μόνο μια ταινία, άρα και ένας περαστικός τσαντισμένος με τις "Μουσικές Ταξιαρχίες" (το πανουσογκρούπ) μπορεί να πει ένα γεια στη μανούλα του στην κάμερα, και άλλα τέτοια. Αρκετά προχωρημένη τακτική για Ελλάδα να φαίνεται συγχρόνως το δημιούργημα και η πορεία της δημιουργίας (ταινία και οπερατέρ με κάμερα στον ώμο μαζί)—όχι βέβαια ότι δεν το ΄χαν κάνει χιλιάδες χρόνια πριν στη Σοβιετική Ένωση, εκείνος ο Τζίγκα Βερτόφ και ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή του.

In any damn case, εγώ αυτό που άρχισα να λέω ήταν για τα ζόμπι που ξεχύνονται στους δρόμους, αλλά η ταινία έχει πολλά παραπάνω απ’ αυτό. Πάντως προς το τέλος τα ξαναθυμάται, αυτή τη φορά να διοργανώνουν μια παν-ζομπική συναυλία και να μοιράζουν flyers έξω από τον ηλεκτρικό. Η συναυλία πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία, αλλά τελικά αυτό που επιβεβαιώνεται είναι ότι τα ζόμπι αποτελούν εδώ μεταφορική έννοια, για πολιτικές κατά βάση ομάδες –και δη αριστερίζουσας ή σκληροπυρηνικής αριστερής κατεύθυνσης, κάτι που άλλωστε συμφωνεί με την αναπαράστασή τους, ως κάποιους που πάμπολλοι επιθυμούν να εκμεταλλευτούν --από τον Δράκουλα (που θα μπορούσε να ανήκει στη δεξιά, αφού έχει μαύρη υπηρέτρια στο σπίτι, χα, χα, χα), μέχρι δε ξέρω κι εγώ ποιον άλλον—αλλά και με την ταλαίπωρη όψη τους.

Συνοψίζοντας, αυτή που χαρακτηρίζεται ως η πρώτη ελληνική ταινία για ζόμπι και Δράκουλες, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι άλλη μια πολιτική σάτιρα, μια χαβαλετζίδικη παρωδία από αυτές που μας χαρακτηρίζουν (Σεφερλής, u know), που παρεμπιπτόντως φέρεται κατά παντός υπευθύνου, δηλαδή κατά όσων εκνευρίζουν τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή, άντε και το υπόλοιπο συνεργείο. Ασκεί συν τοις άλλοις δριμύτατη κριτική στο σοφιστικέ κινηματογραφικό κατεστημένο στο πρόσωπο του Αγγελόπουλου, χαρακτηρίζεται από επαναστατικά αντιαισθητικές εικόνες και μαρτυράει υπερβολικά προχωρημένη (για την εποχή της πάντα) gay-friendly διάθεση. Εδώ βρίσκεται το πρώτο φιλί μεταξύ ανδρών, όχι στον Παπακαλιάτη, με τη διαφορά ότι το δίνει ο Πανούσης σε έναν ντυμένο transvestite.

Μας μένει λίγος χρόνος για το ακροατήριο, Κυρίες και Κύριοι, το βήμα δικό σας...
(General applause)

p.s. Ο παραπάνω λόγος πρόκειται να εκφωνηθεί, όταν με το καλό μου απονεμηθεί ο τίτλος Διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο του MyLavatory.

Πολλά, μα, πάρα πολλά screencaps από την ταινία θα δείτε εδώ.

2 comments:

europanos said...

Δεν την έχω δει την ταινία, αν και χρόνια θέλω να το κάνω (απαράδεκτη αναβλητικότητα)... Η περιγραφή σου όμως είναι πραγματικά υπέροχη! Το πιο δυνατό χειροκρότημα στο τέλος είναι όλο δικό μου!

Stylianee said...

haneis, haneis--ego tetoia dvd ta ho panta proheira:)