Το alter ego του Σάκη Ρουβά ονομάζεται Στέφανος (Στεφ για τους φίλους) και τη βρίσκει να τραγουδάει στα αγγλικά με κακή προφορά. Κυκλοφορεί συνεχώς αξύριστος, με μια απαίσια μισή φράτζα-extension και ένα ξεβαμμένο t-shirt. Φοράει μαύρο μολύβι ματιών και κάτι άγρια μηχανόβια δερμάτινα στις εμφανίσεις του συγκροτήματός του που του δίνουν look περασμένων δεκαετιών.
Η γκόμενα του alter ego του Σάκη δεν είναι classy και καλλονή σαν τη Κάτια Ζυγούλη, αλλά προκλητική και γυμνασμένη σα τη Sex-and-the-city Ντορέττα Παπαδημητρίου και κάνει τολμηρές ενδυματολογικές επιλογές: δερμάτινο σουτιέν πάνω από λευκό πουκάμισο, (να μην αναφέρω την περίτεχνα ισιωμένη ή κυματιστή με πολλή λακ κώμη) και ειδικά σε μια περίσταση, το χειρότερο ρούχο που θα φορούσε real κοπέλα με το ελάχιστο μυαλό και γούστο. Αν εσύ έτρεχες ταραγμένη να βρεις το αγόρι σου που σου ‘λειψε και υποψιάζεσαι ότι δε σε θέλει πια, θα φορούσες σίγουρα κάτι που θα πάσχιζε να του αλλάζει γνώμη. Να αναζωπυρώσει τη φλόγα του, έστω. Η Ντορέττα έριξε πάνω της γκρι ανκορά αμάνικο ζιβάγκο με πούλιες στο μπροστινό μέρος. Γενικότερα, το πλεκτούλι παίζει πολύ σε αυτή την ταινία. Από τεράστια κασκόλ, ζακέτες εξεζητημένης πλέξης για βαρυχειμωνιά Αλάσκας τουλάχιστον και δε συμμαζεύεται—σίγουρα από πίσω κρύβεται συμφωνία με ντόπια βιοτεχνία πλεκτών.
Του alter ego του Σάκη, εν ολίγοις, του λείπει αισθητική και αληθοφάνεια. Και ενώ όλοι πριν φοβόμασταν και λέγαμε «τι θα δουν τα μάτια μας» από κινηματογραφικής πλευράς, το παιχνίδι αντιστράφηκε άρδην μόλις αρχίσαμε να απολαμβάνουμε το θέαμα. Είχαμε μύχιο φόβο ότι ο Σάκης δεν θα έχει ούτε τη βασική ευχέρεια μπροστά στην κάμερα για να δούμε τελικά ότι μια χαρά τα κατάφερε ο φτωχός. Είχαμε άλλο φόβο ότι το σενάριο και η σκηνοθεσία θα ‘ναι για γέλια για να δούμε ότι το σενάριο είναι όχι χειρότερο από άλλα, (με κυριότερο μειονέκτημα τους κουλούς διάλογους), αλλά η σκηνοθεσία με μια εύπεπτη οπτική video clip και διαφήμισης για σοκολάτα ION, Porsche και άλλα υλικά αγαθά, και στο κάτω-κάτω οι διαφημίσεις και τα video clip πάντα μας άρεσαν.
Η αισθητική όμως ήταν δεδομένη. Το ίδιο και η αληθοφάνεια —καταφέρνουν να την αγγίζουν ακόμη και τα τηλεοπτικά σήριαλ. Τα δύο εκατομμυριάκια της Village φαινόταν μεγάλο ποσό για τα ελληνικά δεδομένα και έτσι η glossy και sleek ταινία που θα μας άφηνε με το στόμα ανοιχτό με το άψογο στήσιμο ήταν το λιγότερο που περιμέναμε. Πήγαμε μέχρι την πηγή, όμως, και δεν ήπιαμε νερό. Τα ανεκδιήγητα κοστούμια (λιγότερο το set design) το άστοχο styling που μετά βίας αναδείκνυε τους πρωταγωνιστές, η προχειρότητα (με κομπάρσους να κοιτούν άβολα την κάμερα κτλ.) άφησε πικρή γεύση στο στόμα και απέδειξε ότι το budget ποτέ δεν είναι αρκετό, όταν τα σχέδια είναι τόσο μεγαλεπήβολα.
Έδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει κόσμος με εμπειρία στη μικρή μας χώρα—γιατί αν υπήρχε, θα τον είχε προσλάβει σίγουρα η Village. Πάλι καλά που υπήρχαν ανέλπιστα θετικά όπως το διάσπαρτο χιούμορ και οι δευτερεύοντες ηθοποιοί (ο Δημήτρης Κουρούμπαλης κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση) και τα μπάλωσαν κάπως. Η επόμενη ταινία του Σάκη πρέπει να ‘ναι κωμωδία πάντως, γιατί έχει έφεση στο κωμικό στοιχείο. Τα highlights είναι σαφώς η σκηνή που σαπουνίζει το ψάρι και που τον καταβρέχει το ποτιστικό για το γκαζόν του κήπου, δε το συζητάω.
Όσο για την επιλογή της Δανάης Σκιάδη στο ρόλο της Αριάδνης που κρατούσε το μίτο του Λαβυρίνθου του ροκ σταρ, ούτε εγώ, ούτε πολλοί άλλοι κατάλαβαν εντελώς το μαγνητισμό και τη σκοτεινή γοητεία της, ούτε βέβαια και το αντριλίκι που υποτίθεται ότι πουλούσε ως οδηγός λεωφορείου και wild nature girl. Μυστηριώδης χαρακτήρας, λέμε.
No comments:
Post a Comment