Το πρώτο σαββατοκύριακο που είχα χρόνο να τον σκορπίσω στο βρόντο, δεν είχα μυαλό για επιλογές. Ναι, μερικές φορές συμβαίνει ακόμη και αυτό, αισθάνεσαι ανίκανος να επιλέξεις, τα αντανακλαστικά δε λειτουργούν, έχεις ξεμείνει προσωρινά από προτιμήσεις. Σε ρωτάνε τι θέλεις να φας και εσύ το αφήνεις στη διακριτική ευχέρεια του συνδαιτημόνα σου. Σε ρωτάνε τι θέλεις να δεις και εσύ ίσως αμυδρά σκέφτεσαι "κάτι χαρούμενο", "κάτι γνωστό" ή απλώς "κάτι καλό", αλλά όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί αρχίζουν να λιώνουν σα τα ρολόγια του Νταλί και τελικά απλώς βελάζεις "ναι, ναι" σε ό,τι σου δείξουν. Δεν έχεις κουράγιο να αποφασίσεις, δεν έχεις σθένος να επιχειρηματολογήσεις υπέρ της γνώμη σου. Τίποτα δεν έχεις. Μόνο πολύ χρόνο να ξοδέψεις.
Cinema-wise, τον ξόδεψα σπάταλα και απερίσκεπτα, τελικά. Τσίτος, σκέφτηκα, σημαίνει Ακαδημία Πλάτωνος, άρα μια κάποια εγγύηση και είπα το ναι. Θυμόμουν τα περί υποψηφιότητας για Άρκτο τότε, ήταν παλιά, ήταν μόλις 2001. Πόσο πολύ γέρασε ο Φίλιππος μέσα σε 8 χρόνια, πόσο πολύ. Τότε ήθελε να μιμηθεί λίγο απ' όλα: ευρωπαϊκό σινεμά με θεατράλε αισθητική, μπριόζικο παίξιμο και τρελό συνοθύλευμα χαρακτήρων, εκκωφαντικές μουσικές, --ήθελε τάχα να γίνει Κοστουρίτσα στη θέση του Κοστουρίτσα; Είχε μια βαλίτσα που ξεχείλιζε με ξεχειλωμένα νοήματα: για το κενό της ζωής, την αποτυχία, τον απογαλακτισμό από όλα, την πατρίδα, τους γονείς, οτιδήποτε "δικό", και όλα αυτά από την αντίθετη πλευρά: κάτι που τάζεις σε στιγμή οίστρου, και μετά αρχίζει να σου φαίνεται γελοίο, όπως μια πρόταση γάμου. Κάτι που κάνεις για να απελευθερωθείς, μα, τελικά τη γλιτώνεις παρά τρίχα. Κάτι που βλέπεις σα βάρος, αλλά όταν το κοιτάξεις καλύτερα στο πρώτο φως του ήλιου, σου θυμίζει αμυδρά την αγάπη στην οποία λίγο έλειψε να πιστέψεις. Έκανε μια μακρόσυρτη, κάπως κουραστική ταινία. Όμορφη, τώρα που τη σκέφτομαι, αλλά κουραστική. Ούτε καινοτόμα, ούτε πολύ φρέσκια, ούτε καν προκλητική. Ένα κλασικό πάτωμα παλιού σπιτιού από μωσαϊκό που έχει το γούστο του, αλλά μόνο αν κάνεις τον κόπο να σκύψεις και να το περιεργαστείς. Το δικό μου σπίτι δεν είναι γλυκό, όπως ούτε και το My Sweet Home .
Υπήρχαν και χειρότερες επιλογές: κι άλλα φανταχτερά ονόματα παρελαύνουν στη συνέχεια (ίσως τελικά λίγο κούφια;) Η Rebecca Miller δεν ήταν τόσο κακή, κόρη επιφανούς ανδρός γαρ, όσο είχα δει μόνο το The Ballad of Jack and Rose (2005). Ίσα-ίσα, όλη εκείνη η φύρδην-μύγδην σχέση του μπαμπά (Daniel --πρώην συζύγου της--Day-Lewis) με την κόρη και όλους τους υπόλοιπους είχε ένα ενδιαφέρον. Ίσως να μου φάνηκε, βέβαια, γιατί στο ενδιάμεσο της θέασης έκανα κι άλλα σχεδόν ενδιαφέροντα πράγματα. Τώρα όμως η Rebecca μου φάνηκε πολύ βαρετή, ακόμη περισσότερο από την ίδια την Pippa Lee, η οποία, ως χαρακτήρας, είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, το οποίο η βαρετή Rebecca δεν βρήκε το σωστό τρόπο να αφήσει να βγει στην επιφάνεια. Καλές ερμηνείες και έξυπνα νυχτοπερπατήματα, κι άλλα τόσα κλισέ και ψεύτικοι, ανυπόστατοι χαρακτήρες. Βαριέμαι ακόμη και να επεκταθώ. Μια κάποια αισθητική την είχε, βέβαια.
Το τελευταίο φιάσκο ήταν τέτοιο, που θα αρκεστώ να το συνοψίσω σε μία σειρά: I Hate Valentine's Day: Written, Directed by and Starring: Nia Vardalos. Άουτς!
No comments:
Post a Comment