
Ελικόπτερα ακούγονται να περνούν πάνω από τις ταράτσες της Αθήνας. Ο ουρανός χρωματίζεται με άρρωστο κίτρινο, μυρίζει καμένο και γύρω στροβιλίζονται στάχτες που πριν ήταν φουντωτά πράσινα δέντρα. Θόρυβος από τις τέντες που τις χτυπάει ο δυνατός αέρας. Θόρυβος από την ιπτάμενη βοήθεια. Θόρυβος από τα TV sets που λένε για ανθρώπους που τους περικύκλωσε η φωτιά, για κάποιους που έγιναν τέφρα ουρλιάζοντας ανήμποροι για σωτηρία.
Αν δε μπορεί ο κρατικός μηχανισμός να προστατέψει τα δάση, τους ανθρώπους, την ευημερία, τότε κανείς δε μπορεί. Αρχίζεις να αισθάνεσαι άβολα. Κάπως ο κόσμος της τέχνης που σε έχει φυλακίσει αρχίζει να λιώνει σα παγωτό, εμφανίζονται ρωγμές στη λαμπερή, διάφανη φούσκα σου και αισθάνεσαι μια κάποια ανασφάλεια. Το άγριο ένστικτο αυτοσυντήρησης που ‘χε πέσει σε χειμερία νάρκη –γιατί αιώνες τώρα οι σπηλιές και τα δάση έπαψαν να ‘ναι το φυσικό σου περιβάλλον— φουντώνει και βλέπεις εικόνες από μελλοντική σου ταινία να ξετυλίγονται. Τρέχεις να σωθείς από τη φυσική καταστροφή, την αναταραχή, τον πιθανό κίνδυνο, αλλά κυρίως τον κίνδυνο μέσα σου.
Τον κίνδυνο της ασυγχώρητης απάθειάς σου.