Μετά από μακροχρόνια απουσία, έναν επιτυχημένο γάμο που τον έκανε να δει με άλλο μάτι αυτό το project (που του είχε προταθεί προ πολλού και το είχε απορρίψει) και από κάποια ανέμελα χρόνια ζωής στο Παρίσι, ο Danis Tanovic αποφάσισε τελικά να το αναλάβει το διαολεμένο το σενάριο. Βασισμένο σε μια ιδέα του Κισλόφσκι και γραμμένο τελικά από το σεναριογράφο του Piesewicz, είναι μέρος μιας ευρύτερης ιδέας να γυριστεί μια τριλογία βασισμένη στην Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση, Καθαρτήριο,Παράδεισος).
Η ταινία είναι μια εμβριθής μελέτη στην ανθρώπινη ψυχολογία και την ικανότητα να πιστεύουμε, να εμπιστευόμαστε, να συγχωρούμε, να μετανιώνουμε, εν ολίγοις να επικοινωνούμε. Γιατί, ούτε η δικαιοσύνη ούτε και η θεία δίκη είναι αρκετές. Είμαστε, δυστυχώς, μόνοι μας στην κόλαση που φέρνουν τυχαία και κυρίως ατυχή γεγονότα και μόνο μέσω της επικοινωνίας και των διαπροσωπικών σχέσεων μπορούμε να βγούμε απ’ αυτή.
Τρεις αδερφές, εντελώς διαφορετικές η μια από την άλλη και με τελείως διαφορετικά προβλήματα βρίσκονται σχεδόν συγχρόνως αντιμέτωπες με καταστάσεις που είναι ανήμπορες να ξεπεράσουν. Μια ποιητική εισαγωγική σεκανς μας υποδεικνύει το θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται η ταινία: ο πατέρας βάζει πίσω στη φωλιά το νεοσσό, δείγμα του πόσο ενδιαφέρεται για την οικογένεια και την διατήρησή της. Όταν τελικά το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται, καταλαβαίνουμε τι προξένησε την αναπόφευκτη αποξένωση των τριών αδελφών μεταξύ τους και από τη μητέρα τους. Καμιά τους δεν μπορούσε να συγχωρήσει, δε μπορούσε να καταλάβει ή έστω να ξεχάσει το παιδικό τραύμα. Όλοι ζητούσαν εναγώνια εξήγηση, η τυραννική εξήγηση δίνεται σε ανύποπτο χρόνο από τον ηθικό υπαίτιο που εμφανίζεται ως από μηχανής θεός και η κόλαση της μοναξιάς δίνει τη θέση της στην επανένωση που είναι η αρχή του Παραδείσου τους.
Δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη – γιατί, δεν παύει να είναι μια κάπως γήινη ιστορία γεμάτη κλισέ- καταφέρνει να ξεπεράσει σε μεγάλο ποσοστό τις παγίδες που στήνει το σενάριο. Ένα σενάριο που χαραμίζεται κυρίως στην ανάλυση του αγαπημένου θέματος των γαλλικών ταινιών(και εδώ οι βασικοί συντελεστές είναι γάλλοι, γαλλοτραφείς ή με πλούσιες γαλλικές επιρροές εν πάσει περιπτώσει) τα προβλήματα μέσα στα ζευγάρια και την οικογένεια. Η απιστία κρατάει τη σημαία, ιδωμένη όμως από πολλές διαφορετικές πλευρές, μέσα σε τρία ζευγάρια. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στοιχειώνει τις δυο αδελφές, με την τρίτη να διαλέγει έναν εντελώς μοναχικό δρόμο. Αναφορές στη Μήδεια, την απουσία θεού και διάφορα άλλα υπάρχουν μόνο για τη χαρά της πολλαπλών επιπέδων, μολονότι παραμένουν στεγνές ξεκάρφωτες αναφορές.
Με καλή και κάτι παραπάνω από ταιριαστή μουσική που έγραψε ο ίδιος ο Tanovic σε συνεργασία με το Dusko Segvic, η οποία προϋπήρχε ορισμένων σκηνών, με αποτέλεσμα να δομηθούν αυτές πάνω στο μουσικό θέμα, όπως η σκηνή στο ξενοδοχείο με τη γυριστή σκάλα και τη Beart χαμένη στο ελικοειδές σχήμα της, η ταινία αποτελεί συγχρόνως ευχάριστο άκουσμα.
Άλλο ένα ατού είναι φυσικά το λαμπερό καστ: Emmanuelle Beart, Karin Viard, Marie Gillain, Carole Bouquet. Το μοντάζ είναι εκπληκτικό με άπειρες έξυπνες αλλαγές κάδρων και αντιθέσεις οριζοντίων και καθέτων δυναμικών γραμμών. Φοβάμαι όμως ότι όλη αυτή η υπερχείλιση γνώσης, τεχνικής και φαντασίας θα μπορούσε να έχει βρει καλύτερη επένδυση από αυτό το σενάριο. Αν όμως το δω πιο θετικά, ειλικρινά, δε θέλω ούτε να σκέφτομαι πόσο κακή ταινία θα μπορούσε να γίνει από αυτό το σενάριο, δίχως την ευρηματικότητα του Tanovic.
No comments:
Post a Comment