Τεράστιο πάρκο το σούρουπο. Κάγκελα το περιφράζουν, είναι απόμερα, δεν ακούγονται φωνές ή ήχοι, ανησυχητικό ημίφως, σα σκυλί οσμίζομαι φόβο κάπου κοντά. Δεν είμαι μέσα, όχι, περπατώ έξω από τα κάγκελα, σύρριζα, δε βρίσκω είσοδο, τρέμω, αισθάνομαι αόρατα μάτια κακών ανθρώπων να με κατασκοπεύουν.
Κάποιος με πλευρίζει, μούρη εγκληματία με ρευστή, σπινθιρίζουσα κακία να βγαίνει από κάθε πόρο του. Δε θυμάμαι πια τι θέλει, αν θέλει να του δώσω τα λεφτά μου, την ψυχή μου ή τίποτάλλο, θυμάμαι μόνο το σφίξιμο στο στομάχι, τον άφωνο τρόμο που σχεδόν μου φέρνει λιγοθυμιά, και κάπου εκεί βλέπω την είσοδο στο πάρκο. Το χώμα γύρω με κάνει να θυμάμαι την Κοκκινοσκουφίτσα και τον κακό λύκο—δε νομίζω να κρατάω καλάθι—θέλω να κλάψω, θέλω να σωθώ από αυτό τον ψυχοφθόρο πόνο, αλλά κι άλλες δύσμορφες φάτσες μπλοκάρουν την είσοδο στην ύποπτη ασφάλεια της απομακρυσμένης συστάδας. Συνεχίζω με την πλάτη κολλημένη στα κάγκελα να απομακρύνομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση, νομίζω ότι αισθάνομαι φως, δεν το βλέπω, απλώς είμαι σίγουρη ότι είναι εκεί, η αποπνικτική κακία λιγοστεύει, μπορώ να αναπνεύσω πιο ήρεμα και ξαφνικά ανοίγω τα μάτια.
Δεν είμαι σε εχθρικό περιβάλλον (με το κρεββάτι μου μοιάζει) όμως έτσι αισθάνομαι, το κορμί μου συνεχίζει να ιδρώνει, η καρδιά μου δεν έχει πια ρυθμό και τότε θυμάμαι τον τρόμο που και σήμερα καραδοκεί στον υπολογιστή μου.
2 comments:
Για την ιστορία, αυτός που 'χει "μούρη εγκληματία με ρευστή, σπινθιρίζουσα κακία να βγαίνει από κάθε πόρο του" είμαι εγώ.
Για την ιστορία, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται και όποιος έχει την σφίγγα, σφίγγεται.
Post a Comment