Ο σκηνοθέτης του Blowup(1966), που άρεσε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, ίσως πιότερο για τις sexy παρουσίες, μεταξύ των οποίων και η νεαρή μυστηριώδης Vanessa Redgrave, ή εκείνος που ανακάλυψε την αποξένωση στον κινηματογράφο, για τους πιο ψαγμένους, βιάστηκε ν’ ακολουθήσει κατά πόδας το Bergman, μάλλον γιατί και τον Αχέροντα με παρεούλα τον περνάς με λιγότερο τρόμο.
Ο Michelangelo Antonioni ξεκίνησε από την ταπεινή Φεράρα για να αλλάξει ριζικά την κινηματογραφική γλώσσα ή, καλύτερα, να φτιάξει μια ολόδική του. Ταυτόσημος των ατέλειωτων μονοπλάνων –πολύ πριν ο Αγγελόπουλος του πάρει την πρωτιά—και της ιδιότυπης σύνθεσης των πλάνων του –όπου ο περιβάλλον χώρος, οι όγκοι, τα σχήματα των κτιρίων φαίνεται να πρωταγωνιστούν εις βάρος των σάρκινων πρωταγωνιστών--, ο Antonioni είναι τόσο αγαπημένος στις πανεπιστημιακές αίθουσες, όσο αποδιωγμένος ήταν από το ευρύ κοινό. Όπως κάθε καλλιτέχνης μπροστά από την εποχή του, έτσι και ο ρηξικέλευθος Ιταλός πάλευε για το budget κάθε ταινίας του, βρίσκοντας κυρίως πόρους έξω από την πατρίδα του, που τότε (και ακόμα) είχε αδυναμία στο πιο εύπεπτο θέαμα.
Από το L’Avventura, που προκάλεσε σούσουρο στο ανυποψίαστο κοινό των Καννών με την έλλειψη κλασικής αφηγηματικής πλοκής, πηγαίνουμε στα La Notte, L’Eclisse, Il Deserto Rosso• κάπως έτσι ο Antonioni αγάπησε τη Monicca Vitti και την αποστασιοποιημένη κομψότητά της και της έδωσε τρεις φορές τον κεντρικό ρόλο, με ένα διάλειμμα για τη Jeanne Moreau στο ενδιάμεσο. Από τις ιταλικές του ταινίες, αυτές είναι που αναστάτωσαν, προβλημάτισαν και τελικά άφησαν το στίγμα για την πρωτοπόρα αισθητική και τα αισθήματα αλλοτρίωσης και απύθμενης κενότητας των συγχρόνων του, που απηχούν. Περιγράφοντας τη ζωή περιπλανώμενων ηρωίδων της ανώτερης αστικής τάξης σε χαοτικές μητροπόλεις έτοιμες να τις καταπιούν, αποφάνθηκε για τις κοινωνικές ανισότητες του οικονομικού θαύματος με αυτή τη «χαλαρή τριλογία» ή, κατ’ άλλους, «σπουδαία τετραλογία».
Οι περίφημες μη-γραμμικές ταινίες του με το ανοιχτό, μετέωρο τέλος μίλησαν βέβαια και αγγλικά και αμερικάνικα: Blowup και swinging sixties στο Λονδίνο, Zabriskie Point και φοιτητικές αναταραχές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και Professione: Reporter, με Jack Nickolson σε πολύ καλή στιγμή. Τις ταινίες του τις υποδείκνυε μόνο το ένστικτο του, που συνέχισε να τον τροφοδοτεί με ιδέες ακόμη και μετά το εγκεφαλικό του 1983, με τελευταία του πινελιά τη μία από τις τρεις ιστορίες του omnibus film Εros (2004).
Τώρα, στην ερώτηση γιατί το κοινό εκεί έξω δεν τον κατάλαβε ποτέ ιδιαίτερα, παρά μόνο εκ των υστέρων στις επανεκδόσεις, η απάντηση είναι τελικά πολύ απλή: ο ίδιος δεν το επιδίωξε, αφού δε σκέφτηκε στιγμή το κοινό --τι εννούμε άλλωστε όταν λέμε κοινό; --, παρά μόνο σε μια εξιδανικευμένη μορφή του, δηλαδή τον ίδιο (!). Στην ερώτηση για ποιους κάνει ταινίες, απάντησε κάποτε: "I do it for it an ideal spectator who is this very director. I could never do something against my tastes to meet the public. Frankly, I can't do it, even if so many directors do so. And then, what public? Italian? American? Japanese? French? British? Australian? They're all different from each other."
1 comment:
Χριστέ μου, η Νύχτα! Την λατρεύω!
Post a Comment