Thursday, September 11, 2008

How a femme fatale becomes invincible: Bound (1996)

Πάντα αγαπούσα τις μοιραίες γυναίκες. Συχνά τόσο προσηλωμένα, ώστε να μην κάνω ρούπι χωρίς αυτές, χωρίς κάτι από την αύρα τους, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της συνειδητοποίησης ότι ανήκω κι εγώ στο ίδιο γένος. Από κει ήρθε η έντονη αγάπη στο μαύρο χρώμα, στις faux βλεφαρίδες, στο κόκκινο κραγιόν και στα ψηλοτάκουνα, ακόμη και σε όποιο κόψιμο έμοιαζε κάπως με το Νew Look του Dior. Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι τα είδωλά μου με έσερναν απ' τη μύτη είναι σίγουρα η ανάμνηση του πρώτου μου κρυφού τσιγάρου: δεν ήταν σε μια τουαλέτα παρέα με άλλα συνομήλικα κοριτσάκια που πέθαιναν να κάνουν κάτι απαγορευμένο, όχι. Καθρεφτιζόμουν σε μια μισοξεφτισμένη βιτρίνα ενός παλιού μαγαζιού στην Ερμού, γιατί γυρνώντας από μια από τις ανέμελες εφηβικές εξόδους μου, ντυμένη στα μαύρα, μακιγιαρισμένη και με ανάλογο καπέλο, θεώρησα ότι έμοιαζα αρκούντως σε αυτές που τόσο θαύμαζα. Είπα λοιπόν να δω πόσο καλή θα ήμουν και στο τελευταίο κομμάτι της γοητείας τους, στο χειρισμό δηλαδή του πιο προφανούς φαλλικού συμβόλου επάνω τους --που τότε ο νους μου δε μπορούσε ουδόλως να το συλλάβει ως τέτοιο-- πλην όμως με απογοητευτικά αποτελέσματα.

Κάπου στη συνέχεια αντιλήφθηκα πόση δύναμη χαρακτήρα και επίγνωση χειρισμών απαιτεί η επικίνδυνα χειραφετημένη/συνειδητοποιημένη εξωτερική εμφάνιση των γυναικών που κυνηγούν αρσενικά με κινήσεις ύπουλες, μα, φαινομενικά αθώες, όπως το σταύρωμα της γάμπας τυλιγμένης με σκούρο καλσόν ή η ύγρανση των χειλιών συχνότερα από το κανονικό με κραγιόν στο χρώμα του αίματος, μετά έντρομη βρέθηκα (καπακωμένη) στην αντίπερα όχθη του υπάκουου θηλυκού, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη μοιάζω στα είδωλά μου, αλλά να ντρέπομαι να τα επικαλεστώ ως έμπνευση προς αποφυγήν ειρωνικού γέλωτος και αργότερα αναγκάστηκα να απωλέσω το παραμικρό ενδιαφέρον μου για το αρσενικό φύλο. Κυρίως, επειδή οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των δυο εχθρικών φύλων με εξουθένωσαν και εκ των πραγμάτων ότι η μόνη λύση να τις αποφύγει κανείς είναι η προσκόλληση σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις --έτσι, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.

Κάπου εκεί για να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματά μου ήρθε (αργά) το Bound (1996) η μεγαλειώδης απαρχή των αδερφών Wachowski --που τους ξέρετε για τις πιο mainstream ματριξοδουλειές τους. Ένα απόλυτα στυλιζαρισμένο neo-noir που τα έχει όλα, όπως οι παραδοσιακοί προκάτοχοί του: μια μοιραία γυναίκα, έναν άντρα που έχει φορτωθεί και συντηρείται κάτω από τις φτερούγες του με αηδία σχεδόν, μερικούς μαφιόζους που συμπληρώνουν την πλοκή και το τρίτο άτομο. Αυτό που έρχεται από το πουθενά, τύπου τυχοδιώκτη με παράνομα θαμπό παρελθόν που θα βοηθήσει τη μοιραία γυναίκα να ξεφύγει από τις δαγκάνες της αποπνικτικής ζωής όπου οικειοθελώς , ας πούμε λόγω κακών υπολογισμών, τοποθετήθηκε, και να μεταπηδήσει στο επόμενο στάδιο, μια νέα ζωή όπου θα της επιτρέπεται να πετάξει την ηλίθια προβιά του αρνιού από πάνω της (i.e. άκακο, άβουλο "piece of sexual candy") και να αφήσει τη μέσα της ύαινα να ξεχυθεί.

Το Bound, όμως, αποφασίζει να πάει παραπέρα κι εδώ κάπου έγκειται η βασική παρέκκλιση από τα κλασικά noir, όπου η μοιραία γυναίκα --όντας αποκλειστική εφεύρεση ανδρών σκηνοθετών-- έχει τέλος μαύρο κι άραχνο, παίρνοντας ενίοτε μαζί της όλα ή έστω κάποια από τα θηράματά της, ήτοι άντρες που γοητεύονται ανεξέλεγκτα και αδυνατούν να διατηρήσουν τις εγκεφαλικές τους λειτουργίες σε ανεκτά επίπεδα. Οι περίεργοι αδερφοί αγαπούν την μοιραία τους Jennifer Tilly, όσο αγαπούν και το χαρακτήρα που εμφανίζεται να τη σώσει από την πολύχρονη δουλεία στη λιγδωμένη αγκαλιά του Caesar. Για να της επιτρέψουν να ζήσει και να ευτυχήσει απαλλαγμένη από την παράδοση που τη θέλει στην πυρά για παραδειγματισμό όσων θηλυκών εκεί έξω επιδίδονται σε αντρικές φαντασιώσεις, τη ζευγαρώνουν με μια butch τόσο λίγο butch όσο η Gina Gershon. Τώρα άνετα μπορούν να ακυρωθούν τα εγωιστικά συναισθήματα που προέρχονται από τη διαφορά φύλου και upbringing και να υπάρξει έστω και η ελάχιστη σύμπνοια. Δυο γυναίκες εναντίον ενός τύπου που ξεπλένει(κυριολεκτικά) χρήμα για τη Μαφία φαίνεται πιο πιστευτό σενάριο από την προηγούμενη μουντή εκδοχή του. Όχι μονάχα πιο πιστευτό, αλλά και θελκτικότερο οπτικά. Γιατί δεν είναι μόνο σωματικό ρίγος αυτό που μοιράζονται οι δυο τους, είναι θα έλεγα και ρίγος που πηγάζει από το (αδύναμο) φύλο τους, μια ζέση, μια πυρετώδης ζάλη να είναι από πάνω, μια καταπιεσμένη έπαρση γυναικείας κοπής που ζητάει να βρει ικανοποίηση.

Πράγμα που σημαίνει ότι, ναι, οι μοιραίες γυναίκες μπορούν άνετα να καταστρώσουν σχέδια άρτια και να τη βγάλουν καθαρή, αρκεί να έχουν χείρα βοηθείας (δώσε βάση), προερχόμενη όμως από το ίδιο φύλο. Τότε, και με την αγαστή βοήθεια κάποιου μη-μισογύνη σκηνοθέτη τα τελευταία πλάνα χαιρετίζουν τον πρόσφατα αποκτημένο πλούτο και την ελευθερία τους, αντί να περιγράφουν παραδειγματικά το χαμό τους. Ίσως πάλι να χαιρετίζουν το ευτυχές ζεύγος τόσο μεγαλόψυχα και υπό τους ήχους του She's a lady του Paul Anka πιότερο για τη visual pleasure που παίρνει το αντρικό κοινό από τους εναγκαλισμούς δυο πρωταγωνιστριών με τη λιγότερη δυνατή ανδροπρεπή αύρα. Έστω κι έτσι, η στυγερή λαιμητόμος των κλασικών noir ξεχνάει να πάρει το κεφάλι της γοητευτικής δολοπλόκας με τα φορέματα που απλά επιτείνουν το craving να της τα αφαιρέσεις και αρκείται να πετσοκόψει τους διεφθαρμένους άντρες της ιστορίας, κι αυτό μόνο ευφορία μπορεί να προκαλέσει.

No comments: